κουρειον

κουρειον
    I.
    κουρεῖον
    τό цирюльня Lys., Dem., Plut.
    

λόγος ἦν ἐπὴ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Arph. — шли толки среди посетителей цирюлен (цирюльни служили местами сборищ праздных горожан)

    II.
    κούρειον
    κούρειον, κούριον
    τό жертва, закалываемая в 3-й день праздника τὰ Ἀπατούρια (см. κουρεῶτις См. κουρεωτις) Soph., Isae.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κουρειον" в других словарях:

  • κούρειον — κούρειον, τὸ (Α) [κουρά] το πρόβατο που θυσιαζόταν από τον πατέρα ο οποίος οδηγούσε το παιδί του στους φράτερες, μόλις αυτὸ γινόταν τριών ή τεσσάρων ετών, για να εγγραφεί στη φρατρία κατά την κουρεώτιδα ημέρα, την τρίτη τών Απατουρίων …   Dictionary of Greek

  • κουρεῖον — barber s shop neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούρειον — κούρεῑον , κουρεῖον barber s shop neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρεῖα — κουρεῖον barber s shop neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… …   Dictionary of Greek

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • EPHEBI — apud Athenienses dicti sunt, qui nomina sua inter Ephebos, i. e. puberes, profitebantur: cuius professionis annus legitimus erat aetatis decimus octavus. Pollux l. 8. c. 9. καὶ εἰς μὲν τοὺς Ε᾿φήβους εἰσῄεσαν εντωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι. Cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κουρέων — και Κουρηϊών, ῶνος, ὁ (Α) ονομασία ενός μήνα στη Μαγνησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούρειον + κατάλ. ών (που απαντά συχνά σε ονομασίες μηνών), πρβλ. Καλαμαι ών, Ληναι ών] …   Dictionary of Greek

  • Κουρεώτις — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, κατά την οποία τα αγόρια γράφονταν στις φατρίες. Η γιορτή αυτή γινόταν την τρίτη ημέρα των Aπατουρίων (βλ. λ.) και οι πατέρες των παιδιών προσέφεραν τότε τη λεγόμενη θυσία του κουρείου. * * * Κουρεῶτις, ιδος, ἡ (Α) η τρίτη …   Dictionary of Greek

  • κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek

  • κούρεος — κούρεος, ὁ (Α) [κούρειον] προσωνυμία τού Απόλλωνος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»